Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Γραφή εξορίας, μια ερμηνεία στο βιβλίο «Το εξιλαστήριο θαύμα», της Έλενας Μαρούτσου

     Ένα ταξίδι, μια πορεία αναχώρησης από την πραγματικότητα, ένας αδύνατος νόστος στην έρημο του Πραγματικού.
     Όχημα οι βαλίτσες: ο τόπος, το «σπίτι» όπου κατοικεί η γραφή. Μέσα στις βαλίτσες είναι έγκλειστες οι φωνές των κειμενικών ηρώων, οι πολλές και διαφορετικές φωνές της γραφής, οι οποίες –ζώντας μέσα στο σκοτάδι, στο κενό της γραφής- κάποια στιγμή εξίστανται στο φως, στην ανοιχτότητα του κόσμου. Αυτές οι φωνές αποκαλύπτονται αρχικά από τις επιστολές, τα δελτάρια που έστελναν και έπαιρναν οι πολιτικοί κρατούμενοι της Λέρου. Ύστερα, από τα γράμματα που στέλνει στην ξαδέρφη της τη Δανάη η Κάλλια, και από το ημερολόγιο που γράφει η Σκεύη, η αδελφή της. Είναι και οι δύο έγκλειστες με διαφορετικό τρόπο: η μεγαλύτερη αδελφή –χωρίς να το συνειδητοποιεί- στον τακτοποιημένο τρόπο ζωής της οικογένειας, η δε μικρότερη σε μια ταυτότητα φύλου, που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν δική της επιλογή.
     Δελτάρια, γράμματα και ημερολόγιο δημιουργούν μια αλυσίδα, μια γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν· είναι αποκαλυπτικά, όχι μόνο του ψυχισμού των προσώπων, αλλά και της ιστορικής μνήμης η οποία χτίζεται «πέτρα την πέτρα», όπως ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα. Είναι φωνές της γραφής που φανερώνουν όχι μόνο το προσωπικό ύφος των γραφέων, αλλά και το ύφος της εποχής στην οποία γράφτηκαν.
     Ένας ξεχωριστός κρίκος της αλυσίδας αυτής είναι η Σκεύη. Βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα της και του παππού της, γίνεται ένας «άλλος» ιχνηλάτης του παρελθόντος, ανασκάπτοντας κυρίως επώνυμα γυναικεία ποιητικά ίχνη που μιλάνε για την γυναικεία εξορία. Θέλει από την φίλη της την Αυγή «τον δικό της εξόριστο», να της στείλει γράμμα από το Λονδίνο, «όχι μέιλ ούτε μήνυμα». Όπως οι εξόριστοι μιας άλλης εποχής, εγκλωβισμένη σε μιαν άλλη εξορία –της εικονικής επικοινωνίας- νιώθει την ανάγκη της αυθεντικής επικοινωνίας.
     Η βαλίτσα της μνήμης, εκτός από τις φωνές των ανθρώπων, περιέχει και τις φωνές κάποιων τόπων οι οποίοι έγιναν «αποθήκες ψυχών», Η Σχολή των Αναβρύτων, οι ιταλικοί στρατώνες στη Λέρο που αργότερα στέγασαν τις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, το Ψυχιατρείο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης των εξόριστων της Χούντας, το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Προσφύγων, όλα στο ίδιο νησί είναι χώροι «εκτοπισμού», εγκλεισμού, θρυμματισμένοι τόποι που σχηματίζουν κι αυτοί στο πέρασμα του χρόνου μιαν αλυσίδα μνήμης, η άκρη της οποίας βρίσκεται στην πατρίδα του φιλοξενούμενου πρόσφυγα, την Σομαλία· στην πρωτεύουσά της το Μογκαντίσου. Θρυμματισμένοι τόποι, θρυμματισμένοι άνθρωποι.
     Αυτοί οι τόποι γίνονται χρονό- τοποι αναστοχασμού. Μεταμορφώνονται σε ετεροτοπίες, σε χώρους όπου παύει να κατισχύει ο κυρίαρχος λόγος της εξουσίας, για ν’ ακουστεί ο Άλλος λόγος, ο Κοινός. Η στοχαστική ανάμνηση μεταμορφώνει και τον έγκλειστο: ο κλειστός χώρος ξυπνάει μέσα του την διαθεσιμότητα στην ανοιχτότητα του κόσμου. Για τον Νίκο, τον έγκλειστο στην βαλίτσα του ορθολογισμού, «ο ορθολογισμός, που η αρχιτεκτονική του εκδοχή τόσο τον είχε γοητεύσει όσο ήταν νέος, αποδεικνυόταν ανίσχυρος.Ίσως τελικά να είχαν δίκιο η Ραχήλ και η Φαίδρα: ίσως η μόνη αντίσταση [στον εξουσιαστικό λόγο για το προσφυγικό] να είναι η ευσπλαχνία».
     Η ίδια η γραφή αποκαλύπτεται ως ένας τόπος διχασμού, περιπλάνησης και μετατόπισης. Μετατόπισης του νοήματος.
     Οι ήρωες, μέσα στη βαλίτσα, κουβαλάνε την επιθυμία τους να αντικρύσουν το Πραγματικό, αυτό που δεν μπορεί η γραφή να αναπαραστήσει: την άρρητη αλήθεια για την φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την ξενότητα, την φιλοξενία, τον εγκλεισμό, την περιπλάνηση, την εξορία, την ελευθερία…
     Οι φωνές των ηρώων, αδυνατώντας να μαρτυρήσουν την αλήθεια, αποκαλύπτουν τη σχετική αλήθεια του καθενός. Η γραφή, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τρέχει πίσω από την αλήθεια χωρίς να την φτάνει, μετατοπίζοντας το νόημα, μεταμορφώνοντας τον άνθρωπο.
     Για να γίνει αυτό, το υποκείμενο χρειάζεται τον Άλλο. Οι ήρωες του βιβλίου χρειάστηκαν τον Μουσά. Τον «θαυματοποιό». Χρειάστηκαν να επιθυμήσουν τον ξένο, τον πρόσφυγα, για να δουν μέσα του, μέσα τους, έναν αποκαλυπτικό καθρέφτη, τον εαυτό τους. Ο Μουσά –όπως κάθε πρόσφυγας- έχοντας διαβεί τα σύνορα της γενέθλιας γης του και όχι μόνο, κουβαλάει στην «βαλίτσα του»- το κόκκινο σακίδιο- τον θάνατο. Ζωγραφίζοντας τα απωλεσθέντα στο πέλαγος κόκκαλα της μάνας ενός «συνοδοιπόρου» του, βγάζει στο φως τη μνήμη του θανάτου. Η ζωγραφιά του γκρεμίζει τα σύνορα που γεννάει ο θάνατος, διαυγάζει το σκοτάδι του. Είναι σιωπηλός, γιατί μέσα του ο θάνατος είναι πάντοτε παρών.
     Αυτό που προσφέρει στους ανθρώπους που τον φιλοξενούν είναι η ειρηναία αποδοχή του θανάτου. Η παρουσία του, τους οδηγεί στην συνειδητοποίηση ότι η ζωή τους ήταν βυθισμένη στο μηδέν. Η πενθητική σιωπή του Μουσά, ο οποίος «είδε» τον θάνατο δίπλα του και τον «μεταφέρει» στην βαλίτσα του, η προσπάθεια ελευθέρωσής του από το σκοτάδι του θανάτου, τους καλεί να πενθήσουν κι αυτοί: να διαβούν τα δικά τους σύνορα, να αποχωριστούν θεραπευτικά από τις φιλοδοξίες, τις φαντασιώσεις, τις πεποιθήσεις, τους έρωτές τους… Όλα αυτά που είχαν εκλάβει ως απολαύσεις και τώρα έχουν απωλεστεί.
     Ο Μουσά, ένας άπολις, θα πολίσει την θρυμματισμένη οικογένεια: θα την ενώσει στην επιθυμία πενθητικής ανασκαφής του παρελθόντος. Έτσι, το παρελθόν, ως ανεπιστρεπτί χαμένο, επιστρέφει ως γενέθλιο επίκεντρο του παρόντος, αποκαλύπτοντας ένα ανεπούλωτο τραύμα, ένα αβυσσαλέο κενό εντός του παρόντος.
     Η ανασκαφή του παρελθόντος οδηγεί στην αναζήτηση του «Κοινού Λόγου». Η γραφή, με τις συνεχείς μετατοπίσεις του νοήματος, με ταξιδεύει στον στοχασμό του Ηράκλειτου. Δελτάρια, γράμματα, ημερολόγιο, ποιήματα, φωνές του Κάφκα και του Αγγελόπουλου, ζωγραφιά του Μουσά, είναι στο βλέμμα μου αποτυπώσεις του «Κοινού λόγου», εκείνου τουλόγου που δημιουργείται από την συνύπαρξη και την καθολική αμοιβαιότητα των ανθρώπων. Οι φωνές των ηρώων στα αυτιά μου μοιάζουν να βγαίνουν από τα Ηρακλείτια αποφθέγματα, «τοις εγρηγορόσιν ένα κοινόν κόσμον είναι» και «δει έπεσθαι τω ξυνώ». Συμβιώνοντας εν εγρηγόρσει χάρη στον Μουσά, συλλαμβάνουν την τάξη του κόσμου ως ενότητα των αντιθέτων, ως «παλίντροπον αρμονίαν», αλληλοβοηθούμενοι από την δύναμη του λόγου, από τη συνειδητοποίηση της κοινότητας λόγου- κόσμου. Ο λόγος φτάνει στην πληρότητά του, όχι μέσα στην κλειστή βαλίτσα του εαυτού μας, αλλά όταν την ανοίξουμε και ο λόγος ταξιδέψει μεταξύ μας· στην αμοιβαιότητα του Εγώ και Συ.
     Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, αυτή η αμοιβαιότητα διαρρηγνύεται. Η Σκεύη, το Καφκικό γεφύρι που πάνω πάτησε ο Μουσά για να βρεθεί σε στέρεο έδαφος, γκρεμίζεται από τον ίδιο και την αγαπημένη φίλη Αυγή: δυο διαρρήκτες εισβάλλουν μέσα στην βαλίτσα της Σκεύης και αποκαλύπτουν με τρόπο επώδυνο το αδύνατον της επιθυμίας για τη φιλία, τον έρωτα και την αγάπη, κατακερματίζοντας αυτά τα οποία στην ψυχή της Σκεύη ήταν αξεχώριστα. Το αγοροκόριτσο, «θρυμματισμένο», εισέρχεται στην έρημο του Πραγματικού, αλλά δεν συντρίβεται, δεν αφήνεται στην αυτοκτονία. Ως μια καλή μαθήτρια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής το οποίο παρακολουθεί, σκηνοθετεί τον βιασμό της από τον Μουσά. «Προσφέροντας τον ξένο στον γκρεμό», τον οδηγεί στην εξαφάνιση και τη λήθη, αποχαιρετώντας ταυτόχρονα την παιδική της ηλικία.
     Στην τελευταία σελίδα, μεταμορφωμένη, είναι γεμάτη νοσταλγία μέλλοντος. Αυτό το μη-Είναι- ακόμη μέλλον, το υποθετικό συγγραφικό της μέλλον, περιέχει και έναν άλλον-ίδιον Μουσά. Ή καλύτερα την παρουσία του ξένου μέσα στην απουσία του· το θαυματουργό ίχνος της γραφής που μένει όταν σβηστεί η γραφή.
     Η φυγή του Μουσά αποκαλύπτει το αδύνατον της επιθυμίας. Το τραύμα του Πραγματικού δεν μπορεί ποτέ να γιατρευτεί. Οι ήρωες επιστρέφουν στην εξορία, απ’ όπου αναχώρησαν. Όμως μεταμορφωμένοι. Οι φωνές τους βγαίνουν από την ψεύτικη βεβαιότητα, τα στέρεα νοήματα, γίνονται θραύσματα λόγου, πυρακτωμένες φωνές, γεμάτες απορία, ανοιχτές και διαθέσιμες στο άρρητο ίχνος του λόγου, στη σιωπή.
    Η γραφή επιστρέφει μέσα στη σιωπή της βαλίτσας, περιμένοντας μιαν άλλη-ίδια «αιώνια» στιγμή για ν’ αποκαλυφθεί ξανά.
    Μέσα στη βαλίτσα –όπως και στο «ΚΙΒΩΤΙΟ» του Άρη Αλεξάνδρου- βρίσκεται ο εξόριστος άνθρωπος…

Βασίλης Σταθάτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γραφή εξορίας, μια ερμηνεία στο βιβλίο «Το εξιλαστήριο θαύμα», της Έλενας Μαρούτσου

     Ένα ταξίδι, μια πορεία αναχώρησης από την πραγματικότητα, ένας αδύνατος νόστος στην έρημο του Πραγματικού.      Όχημα οι βαλίτσες: ο τό...