Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Γραφή εξορίας, μια ερμηνεία στο βιβλίο «Το εξιλαστήριο θαύμα», της Έλενας Μαρούτσου

     Ένα ταξίδι, μια πορεία αναχώρησης από την πραγματικότητα, ένας αδύνατος νόστος στην έρημο του Πραγματικού.
     Όχημα οι βαλίτσες: ο τόπος, το «σπίτι» όπου κατοικεί η γραφή. Μέσα στις βαλίτσες είναι έγκλειστες οι φωνές των κειμενικών ηρώων, οι πολλές και διαφορετικές φωνές της γραφής, οι οποίες –ζώντας μέσα στο σκοτάδι, στο κενό της γραφής- κάποια στιγμή εξίστανται στο φως, στην ανοιχτότητα του κόσμου. Αυτές οι φωνές αποκαλύπτονται αρχικά από τις επιστολές, τα δελτάρια που έστελναν και έπαιρναν οι πολιτικοί κρατούμενοι της Λέρου. Ύστερα, από τα γράμματα που στέλνει στην ξαδέρφη της τη Δανάη η Κάλλια, και από το ημερολόγιο που γράφει η Σκεύη, η αδελφή της. Είναι και οι δύο έγκλειστες με διαφορετικό τρόπο: η μεγαλύτερη αδελφή –χωρίς να το συνειδητοποιεί- στον τακτοποιημένο τρόπο ζωής της οικογένειας, η δε μικρότερη σε μια ταυτότητα φύλου, που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν δική της επιλογή.
     Δελτάρια, γράμματα και ημερολόγιο δημιουργούν μια αλυσίδα, μια γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν· είναι αποκαλυπτικά, όχι μόνο του ψυχισμού των προσώπων, αλλά και της ιστορικής μνήμης η οποία χτίζεται «πέτρα την πέτρα», όπως ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα. Είναι φωνές της γραφής που φανερώνουν όχι μόνο το προσωπικό ύφος των γραφέων, αλλά και το ύφος της εποχής στην οποία γράφτηκαν.
     Ένας ξεχωριστός κρίκος της αλυσίδας αυτής είναι η Σκεύη. Βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα της και του παππού της, γίνεται ένας «άλλος» ιχνηλάτης του παρελθόντος, ανασκάπτοντας κυρίως επώνυμα γυναικεία ποιητικά ίχνη που μιλάνε για την γυναικεία εξορία. Θέλει από την φίλη της την Αυγή «τον δικό της εξόριστο», να της στείλει γράμμα από το Λονδίνο, «όχι μέιλ ούτε μήνυμα». Όπως οι εξόριστοι μιας άλλης εποχής, εγκλωβισμένη σε μιαν άλλη εξορία –της εικονικής επικοινωνίας- νιώθει την ανάγκη της αυθεντικής επικοινωνίας.
     Η βαλίτσα της μνήμης, εκτός από τις φωνές των ανθρώπων, περιέχει και τις φωνές κάποιων τόπων οι οποίοι έγιναν «αποθήκες ψυχών», Η Σχολή των Αναβρύτων, οι ιταλικοί στρατώνες στη Λέρο που αργότερα στέγασαν τις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, το Ψυχιατρείο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης των εξόριστων της Χούντας, το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Προσφύγων, όλα στο ίδιο νησί είναι χώροι «εκτοπισμού», εγκλεισμού, θρυμματισμένοι τόποι που σχηματίζουν κι αυτοί στο πέρασμα του χρόνου μιαν αλυσίδα μνήμης, η άκρη της οποίας βρίσκεται στην πατρίδα του φιλοξενούμενου πρόσφυγα, την Σομαλία· στην πρωτεύουσά της το Μογκαντίσου. Θρυμματισμένοι τόποι, θρυμματισμένοι άνθρωποι.
     Αυτοί οι τόποι γίνονται χρονό- τοποι αναστοχασμού. Μεταμορφώνονται σε ετεροτοπίες, σε χώρους όπου παύει να κατισχύει ο κυρίαρχος λόγος της εξουσίας, για ν’ ακουστεί ο Άλλος λόγος, ο Κοινός. Η στοχαστική ανάμνηση μεταμορφώνει και τον έγκλειστο: ο κλειστός χώρος ξυπνάει μέσα του την διαθεσιμότητα στην ανοιχτότητα του κόσμου. Για τον Νίκο, τον έγκλειστο στην βαλίτσα του ορθολογισμού, «ο ορθολογισμός, που η αρχιτεκτονική του εκδοχή τόσο τον είχε γοητεύσει όσο ήταν νέος, αποδεικνυόταν ανίσχυρος.Ίσως τελικά να είχαν δίκιο η Ραχήλ και η Φαίδρα: ίσως η μόνη αντίσταση [στον εξουσιαστικό λόγο για το προσφυγικό] να είναι η ευσπλαχνία».
     Η ίδια η γραφή αποκαλύπτεται ως ένας τόπος διχασμού, περιπλάνησης και μετατόπισης. Μετατόπισης του νοήματος.
     Οι ήρωες, μέσα στη βαλίτσα, κουβαλάνε την επιθυμία τους να αντικρύσουν το Πραγματικό, αυτό που δεν μπορεί η γραφή να αναπαραστήσει: την άρρητη αλήθεια για την φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την ξενότητα, την φιλοξενία, τον εγκλεισμό, την περιπλάνηση, την εξορία, την ελευθερία…
     Οι φωνές των ηρώων, αδυνατώντας να μαρτυρήσουν την αλήθεια, αποκαλύπτουν τη σχετική αλήθεια του καθενός. Η γραφή, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τρέχει πίσω από την αλήθεια χωρίς να την φτάνει, μετατοπίζοντας το νόημα, μεταμορφώνοντας τον άνθρωπο.
     Για να γίνει αυτό, το υποκείμενο χρειάζεται τον Άλλο. Οι ήρωες του βιβλίου χρειάστηκαν τον Μουσά. Τον «θαυματοποιό». Χρειάστηκαν να επιθυμήσουν τον ξένο, τον πρόσφυγα, για να δουν μέσα του, μέσα τους, έναν αποκαλυπτικό καθρέφτη, τον εαυτό τους. Ο Μουσά –όπως κάθε πρόσφυγας- έχοντας διαβεί τα σύνορα της γενέθλιας γης του και όχι μόνο, κουβαλάει στην «βαλίτσα του»- το κόκκινο σακίδιο- τον θάνατο. Ζωγραφίζοντας τα απωλεσθέντα στο πέλαγος κόκκαλα της μάνας ενός «συνοδοιπόρου» του, βγάζει στο φως τη μνήμη του θανάτου. Η ζωγραφιά του γκρεμίζει τα σύνορα που γεννάει ο θάνατος, διαυγάζει το σκοτάδι του. Είναι σιωπηλός, γιατί μέσα του ο θάνατος είναι πάντοτε παρών.
     Αυτό που προσφέρει στους ανθρώπους που τον φιλοξενούν είναι η ειρηναία αποδοχή του θανάτου. Η παρουσία του, τους οδηγεί στην συνειδητοποίηση ότι η ζωή τους ήταν βυθισμένη στο μηδέν. Η πενθητική σιωπή του Μουσά, ο οποίος «είδε» τον θάνατο δίπλα του και τον «μεταφέρει» στην βαλίτσα του, η προσπάθεια ελευθέρωσής του από το σκοτάδι του θανάτου, τους καλεί να πενθήσουν κι αυτοί: να διαβούν τα δικά τους σύνορα, να αποχωριστούν θεραπευτικά από τις φιλοδοξίες, τις φαντασιώσεις, τις πεποιθήσεις, τους έρωτές τους… Όλα αυτά που είχαν εκλάβει ως απολαύσεις και τώρα έχουν απωλεστεί.
     Ο Μουσά, ένας άπολις, θα πολίσει την θρυμματισμένη οικογένεια: θα την ενώσει στην επιθυμία πενθητικής ανασκαφής του παρελθόντος. Έτσι, το παρελθόν, ως ανεπιστρεπτί χαμένο, επιστρέφει ως γενέθλιο επίκεντρο του παρόντος, αποκαλύπτοντας ένα ανεπούλωτο τραύμα, ένα αβυσσαλέο κενό εντός του παρόντος.
     Η ανασκαφή του παρελθόντος οδηγεί στην αναζήτηση του «Κοινού Λόγου». Η γραφή, με τις συνεχείς μετατοπίσεις του νοήματος, με ταξιδεύει στον στοχασμό του Ηράκλειτου. Δελτάρια, γράμματα, ημερολόγιο, ποιήματα, φωνές του Κάφκα και του Αγγελόπουλου, ζωγραφιά του Μουσά, είναι στο βλέμμα μου αποτυπώσεις του «Κοινού λόγου», εκείνου τουλόγου που δημιουργείται από την συνύπαρξη και την καθολική αμοιβαιότητα των ανθρώπων. Οι φωνές των ηρώων στα αυτιά μου μοιάζουν να βγαίνουν από τα Ηρακλείτια αποφθέγματα, «τοις εγρηγορόσιν ένα κοινόν κόσμον είναι» και «δει έπεσθαι τω ξυνώ». Συμβιώνοντας εν εγρηγόρσει χάρη στον Μουσά, συλλαμβάνουν την τάξη του κόσμου ως ενότητα των αντιθέτων, ως «παλίντροπον αρμονίαν», αλληλοβοηθούμενοι από την δύναμη του λόγου, από τη συνειδητοποίηση της κοινότητας λόγου- κόσμου. Ο λόγος φτάνει στην πληρότητά του, όχι μέσα στην κλειστή βαλίτσα του εαυτού μας, αλλά όταν την ανοίξουμε και ο λόγος ταξιδέψει μεταξύ μας· στην αμοιβαιότητα του Εγώ και Συ.
     Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, αυτή η αμοιβαιότητα διαρρηγνύεται. Η Σκεύη, το Καφκικό γεφύρι που πάνω πάτησε ο Μουσά για να βρεθεί σε στέρεο έδαφος, γκρεμίζεται από τον ίδιο και την αγαπημένη φίλη Αυγή: δυο διαρρήκτες εισβάλλουν μέσα στην βαλίτσα της Σκεύης και αποκαλύπτουν με τρόπο επώδυνο το αδύνατον της επιθυμίας για τη φιλία, τον έρωτα και την αγάπη, κατακερματίζοντας αυτά τα οποία στην ψυχή της Σκεύη ήταν αξεχώριστα. Το αγοροκόριτσο, «θρυμματισμένο», εισέρχεται στην έρημο του Πραγματικού, αλλά δεν συντρίβεται, δεν αφήνεται στην αυτοκτονία. Ως μια καλή μαθήτρια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής το οποίο παρακολουθεί, σκηνοθετεί τον βιασμό της από τον Μουσά. «Προσφέροντας τον ξένο στον γκρεμό», τον οδηγεί στην εξαφάνιση και τη λήθη, αποχαιρετώντας ταυτόχρονα την παιδική της ηλικία.
     Στην τελευταία σελίδα, μεταμορφωμένη, είναι γεμάτη νοσταλγία μέλλοντος. Αυτό το μη-Είναι- ακόμη μέλλον, το υποθετικό συγγραφικό της μέλλον, περιέχει και έναν άλλον-ίδιον Μουσά. Ή καλύτερα την παρουσία του ξένου μέσα στην απουσία του· το θαυματουργό ίχνος της γραφής που μένει όταν σβηστεί η γραφή.
     Η φυγή του Μουσά αποκαλύπτει το αδύνατον της επιθυμίας. Το τραύμα του Πραγματικού δεν μπορεί ποτέ να γιατρευτεί. Οι ήρωες επιστρέφουν στην εξορία, απ’ όπου αναχώρησαν. Όμως μεταμορφωμένοι. Οι φωνές τους βγαίνουν από την ψεύτικη βεβαιότητα, τα στέρεα νοήματα, γίνονται θραύσματα λόγου, πυρακτωμένες φωνές, γεμάτες απορία, ανοιχτές και διαθέσιμες στο άρρητο ίχνος του λόγου, στη σιωπή.
    Η γραφή επιστρέφει μέσα στη σιωπή της βαλίτσας, περιμένοντας μιαν άλλη-ίδια «αιώνια» στιγμή για ν’ αποκαλυφθεί ξανά.
    Μέσα στη βαλίτσα –όπως και στο «ΚΙΒΩΤΙΟ» του Άρη Αλεξάνδρου- βρίσκεται ο εξόριστος άνθρωπος…

Βασίλης Σταθάτος

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτόν/ήν

 Κάποτε, ανάμεσά μας, ζούσε ένα μικρό αγόρι που έκανε παρέα μόνο με κορίτσια. Όταν ο πατέρας του τον ρώτησε γιατί δεν κάνει παρέα μ’ αγόρια, απάντησε:  «Γιατί τα’ αγόρια είναι χαζά». Δεν του άρεσε να παίζει κρυφτό. Προτιμούσε την Barbie. Στα δεκάξι το σκάει από το σπίτι. Έχει ανακαλύψει κάτι στον εαυτό του που αρχικά τον παραξένευε, αλλά στην αρχή της εφηβείας, εξερευνώντας τη σεξουαλικότητά του, καταφέρνει να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο διαφορετικό. Στον στρατό μαθαίνει ότι πάσχει από μια ασθένεια, ντροπή και απειλή μαζί. Είναι από τους πρώτους που φωνάζει δημόσια ότι είναι οροθετικός. Γίνεται μια από τις δυνατές φωνές του LOATKI+ κινήματος. Κάποια στιγμή «υιοθετεί» ένα δεύτερο όνομα. Εμφανίζεται σε κλαμπ ή happenings ως drag με το όνομα Zackie Oh! Φοράει μια καινούργια μάσκα ολοδικιά του.

Λέει για το παρατσούκλι του: «Το Zackie Oh είναι μια μείξη του δικού μου ονόματος (Ζακ από το Ζαχαρίας) με της Jackie O’, βασικά σημαίνει ότι είναι μια τσούλα (ναι, είμαι), παγιδευμένη στο σώμα μιας Πρώτης Κυρίας… Η Zackie είναι εδώ για να κάνει ό, τι δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει ο Ζακ… Το drag είναι ένας τρόπος να εκφράσεις άλλες πλευρές του εαυτού σου, να εκφράσεις διαφορετικά το φύλο σου, γενικά να βρεις έναν τρόπο να εκφράζεσαι χωρίς να έχεις τίποτα να σε βάλει σε καλούπια…».

Αρθρογραφεί στο Antivirus και στο orothetika.blogspot.com, είναι εθελοντής στη Θετική φωνή, και για κάποιο διάστημα εργάζεται στο Κέντρο Πρόληψης Athens Checkpoint ενημερώνοντας τον κόσμο για θέματα HIV και σεξουαλικής υγείας. Συγχρόνως βοηθάει εθελοντικά σε Κέντρο Ημέρας sex workers, δράση που βρίσκει ο ίδιος ιδιαίτερα σημαντική. Επίσης, παίζει στο θέατρο -ένα παιδικό του όνειρο-  στην παράσταση «ΚΤΕΛ για Κρέστενα» του Γιώργου Καλογερόπουλου στο «Από Μηχανής Θέατρο».

Γι’ αυτήν την ακτιβιστική δραστηριότητα, για την οποία δέχεται ρατσιστικές επιθέσεις, λέει: «Δηλαδή για μένα, αν με ρωτούσες τι θα ήθελες να αλλάξεις στην κοινωνία, επειδή οι φασίστες δεν θα πάψουν να είναι φασίστες, θα ήταν, όταν βλέπεις να επιτίθενται σε κάποιον, να μην κοιτάς από την άλλη. Δε λέω να παίζεις ξύλο, γιατί ούτε εγώ το έχω με το ξύλο, αλλά να μπορείς να βάλεις μια φωνή…».

Κάποια στιγμή -οριακή- το αγόρι αυτό που ποτέ δεν «μεγάλωσε», ζήτησε νερό από ένα φαστφουντάδικο. Το έδιωξαν αφού το προπηλάκισαν. Αμέσως μετά μπαίνει στο διπλανό κοσμηματοπωλείο. Για να βρει τον θάνατο. Ανυπεράσπιστος, λυντσαρίστηκε από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, έναν μεσίτη και αστυνομικούς. Η πράξη τους αυτή θέτει το ερώτημα, αν πρέπει να ονομάζονται άνθρωποι οι δολοφόνοι. Τη στιγμή εκείνη, ξεπήδησαν από μέσα τους όλα τα απωθούμενα και διαστρεβλωμένα από τον πολιτισμό πρωτόγονα ένστικτα και πάθη. Σαν μια τυφλή, μνησίκακη και λυσσαλέα έκφραση της καταπιεσμένης φύσης τους. Σα να εκτελούσαν πιστά τις διαταγές ενός ηγέτη, «να καθαρίσουν την κοινωνία από ένα βρώμικο, πρόστυχο, εξευτελισμένο άνθρωπο, ένα τιποτένιο, περιττό αντικείμενο, που όμως απειλούσε την ιδιοκτησία». Η βία αφαίρεσε από ένα σώμα το δικαίωμα να υπάρχει. Γύρω το πλήθος απαθές παρακολουθούσε. Μόνο ένας άνθρωπος αντέδρασε.                                        

Ποια είναι η σκηνή εντός της οποίας παίζεται αυτό το δράμα; Αρχικά η μικρή σκηνή, τα λίγα τετραγωνικά ιδιωτικού χώρου τα οποία παραβιάζει ο Ζακ-Ζαckie και ο έξω δημόσιος χώρος. Το μαρτύριο αρχίζει μέσα, για την ακρίβεια στο σύνορο (γυάλινη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου) που χωρίζει το μέσα από το έξω. Ολοκληρώνεται έξω. Στο δημόσιο χώρο, ο οποίος, τη στιγμή του θανάτου, γίνεται ο χώρος ανάμειξης της μοναδικότητας του νεαρού ακτιβιστή και του μοιράσματός του στην απαθή κοινωνία.

Κυρίως όμως είναι η μεγάλη σκηνή, «αυτό το  οικουμενικό χωριό», ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος  καπιταλιστικός  κόσμος, ο γεμάτος με στρατόπεδα, φυλακές και παραγκουπόλεις, αποθήκες ψυχών όπου φτιάχνονται για να στοιβαχτούν «οι άνθρωποι  μιας χρήσης», οι άνθρωποι που πλεονάζουν στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς. Ποιος είναι ο άνθρωπος που, όταν δεν είναι αξιοποιήσιμος από το κεφάλαιο μεταμορφώνεται σε σκάρτο εμπόρευμα, περιθωριοποιείται,  δαιμονοποιείται  ή εξολοθρεύεται ανελέητα;  Είναι ο ξένος, ο μετανάστης, ο πρόσφυγας, ο Άλλος, ο διαφορετικός. Ο homo sacer της σημερινής εποχής , ο άνθρωπος-παρίας, ο μολυσμένος, ο αναθεματισμένος, ο απαγορευμένος, ο επικίνδυνος, ο Ζακ-Zackie.

Μικρή και μεγάλη σκηνή, φωτίζονται  από φώτα φανταχτερά αλλά τεχνητά , επινοημένα ,  φώτα απατηλά, που κρύβουν την αλήθεια παγιδεύοντάς την μέσα στη γενίκευση, μέσα στη φαντασμαγορία του θεάματος, μέσα στην κοινωνία του θεάματος. Μεταμορφώνοντάς την σε μια αλήθεια εικονική, καταργώντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και θεάματος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, έγκλημα είναι το θέαμα του εγκλήματος, όχι το ίδιο το έγκλημα. Έγκλημα είναι, όχι αυτό που συμβαίνει, αλλά αυτό που οι μηχανισμοί εξουσίας επιλέγουν να προβληθεί, σαν να έχει συμβεί πραγματικά.

Έτσι, ο Ζακ- Zackie μεταμορφώθηκε από κάποια αδηφάγα κανάλια σε έναν εξαρτημένο ναρκομανή που μπήκε να κλέψει το κοσμηματοπωλείο. Ταυτόχρονα η φασιστικού τύπου κτηνωδία των δραστών παρουσιάστηκε ως μισονόμιμη, μισοπαράνομη αντιμετώπιση ενός παραβατικού περιθωριακού που απειλεί την κοινωνία. Ενός σεξουαλικά ανώμαλου που μπορεί να προκαλέσει πολιτική ανωμαλία. Έτσι, ο Ζακ- Zackie θανατώθηκε για δεύτερη φορά. Το σώμα του όμως, δεν βεβηλώθηκε μόνο από την κοινωνία του θεάματος. Το ΕΚΑΒ (τραγική λεπτομέρεια) μετέφερε τον  νεκρό με χειροπέδες στον Ευαγγελισμό.

Τι γύρευε μέσα στο κοσμηματοπωλείο ο Ζακ- Zackie; Να διαρρήξει. Όχι το μαγαζί. Γύρευε να ανοίξει μια ρωγμή στο μικροαστικό όνειρο του καθενός και της καθεμιάς από μας, στο όνειρο του νοικοκύρη που υπερασπίζεται την ατομική του ιδιοκτησία, στο όνειρο του φασίστα που φαντασιώνεται την βίαιη παντοδυναμία, την εξολόθρευση του διαφορετικού, την ανύπαρκτη καθαρότητα του φύλου και της φυλής. Ήταν μια απειλή για μια κοινωνία πατριαρχική, η οποία χρησιμοποιεί τη δομική βία για να συντρίψει όσους και όσες αντιστέκονται στην αναπαραγωγή ενός ολοκληρωτικού συστήματος εξουσίας. Μια απειλή ενάντια την ανελευθερία που προσφέρεται ντυμένη στα φανταχτερά ρούχα της καταναλωτικής ευδαιμονίας.

Ποιες ήταν οι ουτοπίες του Ζακ- Zackie; Η αγωνία του είχε πυρήνα της το φοβερό ερώτημα της ταυτότητας. Η απάντησή του, καθόλου μονοσήμαντη, καθόλου δογματική, αποκαλύπτει τη διατομικότητα της ταυτότητας. Ότι δηλαδή δεν είναι ούτε καθαρά ατομική, ούτε καθαρά συλλογική. Ό, τι αποκαλούμε εαυτό μπορεί βέβαια να βιωθεί ως κάτι απολύτως μοναδικό, δεν παύει εντούτοις να σχηματίζεται από ένα σύστημα κοινωνικών (πραγματικών και συμβολικών) σχέσεων. Αντιστρόφως μια συλλογική ταυτότητα, δηλαδή η συγκρότηση μιας σχέσης του συνανήκειν, ισοδυναμεί με τη σύσταση ενός δεσμού που ενεργοποιεί το φαντασιακό των ατόμων, το τόσο απαραίτητο για τη ζωή μας όσο κι ο αέρας που αναπνέουμε. Έτσι, αντί να μιλάμε για ταυτότητες, ίσως είναι προτιμότερο να μιλάμε για ταυτίσεις και διαδικασίες ταύτισης (όπως αυτή του Ζακ με την  Zackie Ο’), καθότι καμιά ταυτότητα δεν είναι δια παντός δεδομένη ή κατακτημένη.

Η ύπαρξη των θεσμών επιτρέπει τη συμβολοποίηση των ρόλων, του εαυτού και των άλλων. Ένας τέτοιος θεσμός -ανατρεπτικός, αντισυστημικός- είναι, ή τουλάχιστον επιθυμεί να είναι, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στην οποία ήταν ενταγμένος ο Ζακ- Zackie. Μέσα στους κόλπους της, απέκτησε τη δυνατότητα να εκφράσει συμβολικά τον εαυτό του, τη σεξουαλικότητά του, μέσω της μεταμφίεσης. Να εκφράσει, να δημοσιοποιήσει, και ταυτόχρονα να ανακαλύψει, να δημιουργήσει έναν άλλον εαυτό, έναν ουτοπικό συλλογικό εαυτό, ελεύθερο από στερεότυπα και προκαταλήψεις, ο οποίος παλεύει να κάνει τον κόσμο λίγο καλύτερο.

Κάθε ταυτότητα είναι αμφίσημη: κανένα άτομο δεν διαθέτει μια μοναδική ταυτότητα και κατά συνέπεια, δεν εντάσσεται σε μια και μοναδική μορφή του συνανήκειν. Αντιθέτως, μάλιστα, κάθε άτομο συνδυάζει διάφορες ταυτότητες, που περιέχουν πολλές και διαφορετικές σημασίες και προκαλούν πολλές και διαφόρων ειδών συγκρούσεις. Ο Ζακ- Zackie έλεγε: «Δεν αισθάνομαι ούτε μόνο άντρας ούτε μόνο γυναίκα. Είναι στιγμές που νιώθω και τα δυο μαζί». Κάθε ταυτότητα κινδυνεύει να παραπλανηθεί αλλά και να παραπλανήσει.

Λέγοντας ο  Ζακ- Zackie ότι το όνειρό του ήταν να μπορεί να κάνει drag και να ζει μόνο απ’ αυτό, αποκάλυπτε την ουτοπία του: να μπορεί να κινείται ελεύθερα ανάμεσα στους ρόλους που -«έξω από καλούπια και νόρμες» (Σ.Σ. λόγια δικά του)- είχε επιλέξει να υποδυθεί στο θέατρο της ζωής. Να μπορεί να συναντήσει απρόσκοπτα τον Άλλον, να ταυτιστεί με τον Άλλον  ως τον άλλον του εαυτό, να απολαύσει το παιχνίδι του κόσμου.

Τι μας αφήνει ο Ζακ- Zackie, αυτός ο homo sacer, ο αγγελιοφόρος που αναγγέλλει  την εισβολή και επικράτηση του κακού; Η μάσκα που φορούσε έκρυβε και φανέρωνε ταυτόχρονα την αδιάκοπη προσπάθειά του να το αναγνωρίσει, να το προσδιορίσει, να το μεταμορφώσει. Έζησε σε μια κοινωνία η οποία απωθεί το κακό -το μέσα και το έξω- αρνούμενη να το αναγνωρίσει μέσα της. Έζησε μέσα στη βαρβαρότητα του σημερινού χρεωκοπημένου, πλην όμως high tech κόσμου, ο οποίος επινοεί «βαρβάρους», που γίνονται «μια κάποια λύσις»: γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι στους οποίους φορτώνονται η εκμετάλλευση, η αδικία, η ρημαγμένη ζωή των θυμάτων της κρίσης. 

Ο Ζακ- Zackie έστειλε ένα μήνυμα από το μέλλον: χρειάζεται να στοχαστούμε για μια διαφορετική πολιτική κοινότητα, να διαρρήξουμε, όπως ο ίδιος,  τους βιοπολιτικούς νόμους που μας επιβάλλουν πώς να ζούμε. Να διαρρήξουμε τον περιφραγμένο κόσμο μας. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε στον ξένο, στον πρόσφυγα, στον Άλλον, στον Ζακ- Zackie, τον εαυτό μας. Να δούμε τον κόσμο, τον άνθρωπο, όχι μόνο πολιτικά αλλά και αγαπητικά.


Γραφή εξορίας, μια ερμηνεία στο βιβλίο «Το εξιλαστήριο θαύμα», της Έλενας Μαρούτσου

     Ένα ταξίδι, μια πορεία αναχώρησης από την πραγματικότητα, ένας αδύνατος νόστος στην έρημο του Πραγματικού.      Όχημα οι βαλίτσες: ο τό...